- δυσερμήνευτοι
- δυσερμήνευτοςhard to interpretmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek
παυνί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παυνί μικρόν οἱ δὲ μέγα ἢ ἀγαθόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. που παραδίδει ο Ησύχ. παυνί μικρόν οἱ δὲ μέγα ἢ ἀγαθόν, παῦνις ἀπόχρεως, παῦνον μέγα, παραμένουν αμφίβολοι και δυσερμήνευτοι. Ωστόσο, ο τ. παυνί μικρόν, αν είναι σωστός, θα… … Dictionary of Greek
τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ … Dictionary of Greek
φλέμινα — τὰ, Α φλιμέλια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. δάνειος από το λατ. flēmina «φλεγμονή τών ποδιών», πληθ. τού flēmen, inis (< φλεγμονή). Το ē τού λατ. τ. αποδόθηκε στην Ελληνική ως ε (αντί τού αναμενόμενου η ), λόγω τού ότι στους ελληνιστικούς χρόνους, κατά … Dictionary of Greek
χίλιοι — ες, α / χίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χήλιοι και χέλιοι, και ιων. τ. χείλιοι, και αιολ. τ. χέλλιοι, και τ. εν. χίλιος και χείλιος, ία, ον, θηλ. και χιλίη, Α (απόλ. αριθμτ.) αριθμός, ποσό που δηλώνει δέκα εκατοντάδες («μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς… … Dictionary of Greek
χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… … Dictionary of Greek
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek